Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ка η μαία

См. также в других словарях:

  • Μαία — Μαΐᾱ , Μάιος Maius fem nom/voc/acc dual Μαΐᾱ , Μάιος Maius fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Μαί̱ᾱ , Μαῖα fem nom/voc/acc dual Μαίᾱ , Μαῖα fem nom/voc/acc dual (ionic) Μαίᾱ , Μαῖα fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαίᾳ — Μαΐᾱͅ , Μάιος Maius fem dat sg (attic doric aeolic) Μαί̱ᾱͅ , Μαῖα fem dat sg (attic doric aeolic) Μαίᾱͅ , Μαῖα fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαῖα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαῖα — good mother fem nom/voc sg μαῖον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Τιτάνα Άτλαντα και της Πληιόνης, από τη σχέση της οποίας με τον Δία γεννήθηκε ο Ερμής. Πολλοί ποιητές έχουν εξυμνήσει την ομορφιά της και τη θεωρούν ως την πιο όμορφη από τις Πλειάδες. Αναφέρεται άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • μαία — μαί̱ᾱ , μαῖα good mother fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαίᾳ — μαί̱ᾱͅ , μαῖα good mother fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαία — η αυτή που ξεγεννάει τις έγκυες γυναίκες, η μαμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μαίας — Μαΐᾱς , Μάιος Maius fem acc pl Μαΐᾱς , Μάιος Maius fem gen sg (attic doric aeolic) Μαί̱ᾱς , Μαῖα fem acc pl Μαί̱ᾱς , Μαῖα fem gen sg (attic doric aeolic) Μαίᾱς , Μαῖα fem acc pl (ionic) Μαίᾱς , Μαῖα fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαῖ' — Μαῖα , Μαῖα fem nom/voc sg Μαῖαι , Μαῖα fem nom/voc pl Μαῖαι , Μαῖα fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαῖ' — μαῖα , μαῖα good mother fem nom/voc sg μαῖαι , μαῖα good mother fem nom/voc pl μαῖα , μαῖον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»